- κρίκων
- κρίκοςringmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερπύστρια — Όργανο που αποτελείται από πολλά στοιχεία (μεταλλικά ή από καουτσούκ) κινητά το ένα ως προς το άλλο, κλειστό γύρω από τον εαυτό του. Τοποθετείται συνήθως σε αυτοκίνητα οχήματα για να κάνει περισσότερο ευχερή την πορεία τους σε εδάφη ολισθηρά,… … Dictionary of Greek
σιγιστροπύλη — ἡ, Μ 1. πόρτα ντουλάπας 2. είδος παραπετάσματος, το οποίο κινείται με τη βοήθεια κρίκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίγιστρον «ντουλάπι, κιβώτιο» + πύλη] … Dictionary of Greek
συγκρικώ — όω, Ν συνδέω δύο αντικείμενα με τη χρήση κρίκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κρίκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
αναΐτες — (anaitae).Οικογένεια δακτυλιοσκωλήκων. Το κυριότερο είδος της οικογένειας είναι ο α. o μικρός,που έχει μήκος μόλις 2 χιλιοστά. Ο αριθμός των κρίκων του σώματός του φτάνει τους 28, το χρώμα του είναι πράσινο και ζει σε μεγάλους αριθμούς στον κόλπο … Dictionary of Greek
Κρέιν, Χάρολντ Χαρτ — (Harold Hart Crane, Γκάρετσβιλ, Οχάιο 1899 – Καραϊβική θάλασσα 1932). Αμερικανός ποιητής. Η ζωή του υπήρξε άστατη και απρόβλεπτη. Από το Κλίβελαντ, όπου εργαζόταν στο εργοστάσιο ζαχαροπλαστικής του πατέρα του, κατάφερε να διεισδύσει στον… … Dictionary of Greek
Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… … Dictionary of Greek